- μαλλί
- Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από την capra laniger). Η τρίχα του μ., στη φυσική της κατάσταση, έχει σχήμα κυλινδρικό και καλύπτεται από κερατινώδες στρώμα, ορατό στο ακατέργαστο μαλλί.
Το τρίχωμα (που λαμβάνεται από το κούρεμα του ζώου το καλοκαίρι) είναι γεμάτο ακαθαρσίες. Στην πραγματικότητα αποτελείται κατά κανόνα από 43% καθαρό μ., 14% διαλυτές στο νερό λιπαρές ουσίες, 7% αδιάλυτες λιπαρές ουσίες, 20% υγρασία και 16% ξένα σώματα, σκόνη και χώμα.
Η μέση διάμετρος της ίνας του μ. είναι ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά στα οποία βασίζεται η ταξινόμησή του και χαρακτηρίζεται ως λεπτότητα. Προσδιορίζεται με ειδικό μικροσκόπιο (εριόμετρο) και καταχωρίζεται με αριθμούς ή σύμβολα, ανάλογα με το είδος της ταξινόμησης. Στην αγγλική ταξινόμηση ο αριθμός γράφεται με απόστροφο και το γράμμα S. Για παράδειγμα «60’ S» σημαίνει ότι από μία λίμπρα (453 γρ.) χτενισμένου νήματος μπορούν να παραχθούν 60 κουβάρια των 500 γιαρδών (1 γιάρδα = περίπου 91 εκ.). Με τη γαλλική ταξινόμηση εκφράζεται ο αριθμός κουβαριών των 710 γρ. τα οποία παράγονται από ένα κιλό χτενισμένου νήματος. Η γερμανική ταξινόμηση, η οποία έχει περιπέσει σε αχρησία, είναι όμοια με την αγγλική, αλλά η λεπτότητα του μ. σημειώνεται με γράμματα αντί με αριθμούς.
Το μ. διακρίνεται επίσης και ανάλογα με τη ράτσα των προβάτων από τα οποία προέρχεται. Το μ. των μερινός χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη λεπτότητα της ίνας, ενώ οι αγγλικές ράτσες δίνουν γενικά μ. με μακριά στιλπνή ίνα, αλλά συνήθους λεπτότητας (Λίνκολν, Λέστερ Κότσουολντ κ.ά.). Υπάρχουν και αγγλικά μαλλιά με μικρότερο μήκος και λιγότερη στιλπνότητα, αλλά μεγαλύτερη λεπτότητα, όπως το μ. Ρόμνι Μαρς ή το Σαουθντάουν.
Το μ., αφού ταξινομηθεί, πωλείται από τους κτηνοτρόφους στους παραγωγούς, οι οποίοι το εισάγουν στον παραγωγικό κύκλο, αφού πρώτα γίνει επιμελημένη επιλογή στις τολύπες που προέρχονται από τα διάφορα μέρη της δοράς του ζώου. Η ταξινόμηση αυτή χαρακτηρίζεται ως ξεσκαρτάρισμα του τριχώματος και εκτελείται με βάση τέσσερα κύρια μέρη του σώματος του ζώου, των πλευρών, της ωμοπλάτης και της ράχης αφενός, των μηρών, της κοιλιάς και όλων των άλλων μερών του σώματος μαζί.
Κατά τον μικροσκοπικό έλεγχο, κάθε ίνα μ. φαίνεται σαν να περιβάλλεται από μια σειρά μικρές φολίδες, τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, που αποτελούν το εξωτερικό δερμικό στρώμα της ίνας. Στο εσωτερικό υπάρχει ιστός αποτελούμενος από ατρακτοειδή κύτταρα (τα ινίδια) τα οποία χωρίζονται από προστατευτική θήκη, τον ελαστικό ιστό. Μια από τις πιο σημαντικές ιδιότητες του μ. είναι η ιδιότητα απορρόφησης μεγάλου ποσού υγρασίας. Μπορεί πράγματι να απορροφήσει υγρασία κατά το 17% του βάρους του χωρίς να παρατηρηθεί καμιά αλλαγή της ίνας και το 50% χωρίς να παραμορφωθεί. Η ποσότητα νερού που μπορεί να απορροφήσει το μ. εξαρτάται από την υγρασία και τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Το μ., απορροφώντας την υγρασία, παράγει θερμότητα εξαιτίας της συμπύκνωσης του ατμού. Η ιδιότητα αυτή της ίνας του μ. το κάνει καταλληλότερο για την κατασκευή εσωρούχων. Άλλες ιδιότητες του μ. είναι ότι δεν τσαλακώνεται εύκολα και και διαθέτει μεγάλη ελαστικότητα (τη μεγαλύτερη από όλες τις υφαντικές φυσικές ίνες). Το φυσικό μήκος της ίνας μ. μπορεί να αυξηθεί κατά 40%, πριν φτάσει στο όριο θραύσης, αλλά έχει τη μικρότερη ανθεκτικότητα από όλες τις ίνες στην έλξη. Έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια χρήσης και αυτό επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον σε δύο κύκλους παραγωγής. Δηλαδή οι ίδιες ίνες, αφού πρώτα χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή κάποιου ενδύματος, μπορεί να υποστούν δύο ακόμη επεξεργασίες (αναπαραγόμενα έρια). Το μ. το οποίο χρησιμοποιείται πρώτη φορά ονομάζεται νέο ή παρθένο.
Το ακάθαρτο μ., το οποίο μεταφέρεται στο εριουργείο σε φυσική κατάσταση, πριν αρχίσει ο κύκλος νηματοποίησης και ύφανσης, απαλλάσσεται από τις λιπαρές ουσίες και όλες τις ακαθαρσίες που περιέχει. Το καθάρισμα γίνεται με ειδικούς μηχανισμούς πλύσης. Το πρώτο στοιχείο του συστήματος είναι το εργαλείο ξεσκονίσματος, το οποίο, με δυνατά χτυπήματα, απαλλάσσει το μ. από τις πιο χοντρές ύλες και ανοίγει τη μάζα του κάνοντας πιο εύκολα τα λουτρά καθαρισμού. Στην πρώτη σειρά των λουτρών (στην απολιπαντική μηχανή) αφαιρούνται όλα τα διαλυτά στο νερό λίπη και οι χωματώδεις εκείνες ύλες που δεν έγινε δυνατό να αποβληθούν με το εργαλείο ξεσκονίσματος.
Το μ., όταν βγει από τις απολιπαντικές μηχανές, περνά από στεγνωτικούς κυλίνδρους και μεταφέρεται στην πρώτη (από τέσσερεις ή πέντε) λεκάνη απολίπανσης, όπου αρχίζει ο αποχωρισμός των αδιάλυτων στο νερό λιπών. Η εργασία αυτή γίνεται συνήθως με σόδα Solvay (η τυπική δοσολογία είναι 25-37 γρ. ανά κιλό ακάθαρτου μ.) και γαλάκτωμα σαπουνιού. Στη συνέχεια το μ., έτοιμο για ξαντή (καρντέ) ή χτενισμένη (πενιέ) νηματοποίηση, υποβάλλεται σε φυγοκέντριση (αποβάλλοντας έτσι το 50% του νερού που περιέχει) και στεγνώνεται τελείως σε ειδικά στεγνωτήρια που λειτουργούν με θερμό αέρα σε θερμοκρασία 60 έως 80°C. Πριν νηματοποιηθεί, το μ. λαδώνεται (λίπανση) για να διευκολυνθούν όλες οι υπόλοιπες επεξεργασίες. Έπειτα τοποθετείται στο χτυπητήρι (ομαλίστρα) για να γίνει ομοιόμορφη η λίπανση και να αποβληθούν με το χτύπημα όσες ξένες ύλες που έχουν απομείνει, όπως σκόνες κ.ά.
Το μ. μπορεί να νηματοποιηθεί ή με ξάνση ή με χτένισμα, για να κατασκευαστεί πιο λεπτό και καλύτερης ποιότητας νήμα. Με τον πρώτο τρόπο (ξάνση) η μάζα του μ. περνά διαδοχικά τρεις φορές από την ξαντική μηχανή για να ισιώσουν και να απλώσουν οι μεμονωμένες ίνες και να ενωθούν, ανά 4 έως 5 στρώσεις, τα στρώματα που βγαίνουν από πολλές ξαντικές μηχανές. Έτσι εξαλείφονται οι ανισομέρειες και οι ανωμαλίες κάθε στρώματος. Το προϊόν που βγαίνει από την τελευταία ξαντική μηχανή συλλέγεται σε φιτίλια, τα οποία τροφοδοτούν τις κλωστικές μηχανές που παράγουν τα νήματα για ύφανση ή βαφή.
Για την κατασκευή χτενισμένου μ. (πενιέ), μετά τη λίπανση ακολουθείται μια διαδικασία επεξεργασίας η οποία περιλαμβάνει 5 στάδια. Το πρώτο, η ξάνση, γίνεται με ένα μονάχα πέρασμα στην ξαντική μηχανή και μάζεμα του μαλλιού που βγαίνει με μορφή ταινίας. Στο δεύτερο, το πρώτο σιδέρωμα, οι ταινίες που βγαίνουν από τις ξαντικές μηχανές συνενώνονται ανά 4 ή 5 και επιμηκύνονται ελαφρά σε συνδετικό σιδηρωτήρα, για να κατασκευαστεί ταινία με σχετικά ομοιόμορφο πάχος. Έπειτα γίνεται δύο ή τρεις φορές επεξεργασία της ταινίας σε σιδερωτήρες με χτένια, για να κατασκευστεί όσο το δυνατό πιο ομαλή ταινία και να αποβληθεί το ελαφρό χνούδι που σχηματίζεται ανάμεσα στις ίνες. Στο τρίτο, το χτένισμα, οι ίνες τοποθετούνται παράλληλες στη χτενιστική μηχανή, η οποία τις επιλέγει απομακρύνοντας τις πιο κοντές, έτσι που να επιτευχθεί μήκος ίνας όχι μικρότερο από το κατάλληλο για την κατασκευή κλωστής καθορισμένης μάρκας. Στο τέταρτο, τη βαφή, το βάψιμο η ή λεύκανση της ταινίας η οποία βγαίνει από τη χτενιστική μηχανή μπορεί να γίνει αμέσως, αντί να βαφούν αργότερα οι κλωστές με ειδικά μηχανήματα. Το τελευταίο στάδιο, το δεύτερο σιδέρωμα, έχει σκοπό τη συνένωση πολλών ταινιών της χτενιστικής μηχανής, με 3 ή 4 περάσματα στους σιδηρωτήρες (σιδερώστρες), οι οποίοι παράγουν το φιτίλι, έτοιμο πια για τη νηματουργία.
Εριουργία. Το μαλλί, ως πρώτη υφαντική ύλη, είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Και η κατεργασία του ήταν επίσης γνωστή τόσο στους αρχαίους Έλληνες όσο και στους Ρωμαίους. Αποτελούσε ιδιαίτερο είδος τέχνης, αν και οι συκσευές καθαρισμού ήταν πρωτόγονες. Κατά τον Μεσαίωνα, το σπουδαιότερο κέντρο εριουργίας ήταν η Φλάνδρα και σε Φλαμανδούς εριουργούς οφείλεται η μεγάλη ανάπτυξη της αγγλικής εριοβιομηχανίας η οποία, σε συνδυασμό με την τελειοποίηση των κλωστικών και υφαντικών μηχανών που άρχισε από τον 18o αι., την έκανε παγκόσμια γνωστή. Γενικά, η χωροταξική κατανομή της εριοβιομηχανίας οφείλεται σε ιστορικούς παράγοντες. Κατά το παρελθόν εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε σε περιοχές υγρές, πλούσιες σε τρεχούμενα νερά και κοντά σε ζώνες όπου ήταν περισσότερο διαδεδομένη η εκτροφή προβάτων. Στη συνέχεια όμως, όταν η παραγωγή μ. μετατοπίστηκε βαθμιαία από την Ευρώπη στο νότιο ημισφαίριο, η υφαντουργία εξακολούθησε να ακμάζει στις ίδιες περιοχές όπου είχε αναπτυχθεί αρχικά, εξαιτίας της διαθέσιμηςενέργειας και ειδικευμένων εργατών και της γειτνίασης των αγορών διάθεσης των προϊόντων. Σήμερα οι χώρες με δραστήρια εριοβιομηχανία είναι το Ηνωμένο Βασίλειο (Μίντλαντ και Γιορκσάιρ, κυρίως Λιντς, Λέστερ, Μπράντφορντ και Χάντερσφιλντ), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ρηνανία και κυρίως Κρέφελντ, Κολωνία, Άαχεν και Μένχεν-Γκλάντμπαχ, Βραδεμβούργο και Σαξονία), η Γαλλία (Αρτουά, Φλάνδρα, Πικαρδία και Καμπανία), η Ιταλία (Μπιέλα, Πράτο, Σκίο, Βαλντάνιο), η Ιαπωνία (Τόκιο και Γιοκοχάμα), οι Ηνωμένες Πολιτείες (Νέα Υόρκη, Βοστόνη, Φιλαδέλφεια, Ρέντινγκ, Πρόβιντενς και μερικές άλλες πόλεις στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας), η Ρωσία (Μόσχα), η Ουκρανία (Κίεβο) και το Καζακστάν.
Στη χώρα μας η βιομηχανία εριουργίας παρουσιάζει σημαντική δραστηριότητα, όμως τα ελληνικά μ. είναι μάλλον μέτριας ποιότητας. Μ. καλύτερης ποιότητας παράγεται στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, αλλά ηπαραγόμενη ποσότητα δεν επαρκεί για τις ανάγκες της χώρας και γι’ αυτό συμπληρώνεται με εισαγωγές.
Ένας αργαλειός κατασκευής μάλλινων κουβερτών. Η ύφανση είναι η τελική φάση της επεξεργασίας.
* * *το (AM μαλλίον και μάλιον, Μ και μαλίον και μάλιον και [ο]μαλλί[ν] και μαλλί)1. το έριο, το τρίχωμα και ειδικά τών προβάτων2. (γενικά) τρίχωμα ζώου, ιδίως μαλακό3. στον πληθ. τα μαλλιά ή τὰ μαλλία ή τὰ μάλιατο σύνολο τών τριχών που φύονται στην κεφαλή τού ανθρώπου, η κόμη («σγουρά μαλλιά»)νεοελλ.1. το χνούδι ορισμένων φυτών ή καρπών που μοιάζει με τρίχωμα («μεγάλωσαν οι αγκινάρες κι έχουν πολλά μαλλιά»)2. το πρώτο πτίλωμα τών νεοσσών τών πτηνών3. φρ. α) «έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά» — καταπονήθηκα λέγοντας πολλά ή μιλώντας επίμονα για κάτιβ) «μαλλιά κουβάρια» — λέγεται για δήλωση μεγάλης ακαταστασίαςγ) «γίναμε μαλλιά κουβάρια» — γίναμε άνω-κάτω, μαλώσαμε πολύ σοβαράδ) «πιάνομαι μαλλιά με μαλλιά» — τσακώνομαι, έρχομαι στα χέριαε) «τα μαλλιά τής κεφαλής μου» — πάρα πολλά χρήματα4) παροιμ. α) «πήγε για μαλλί κι έφυγε κουρεμένος» — προσπάθησε να κερδίσει κάτι, αλλά ζημιώθηκεβ) «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται» — λέγεται για ανώφελη προσπάθεια σωτηρίας που κάνει κάποιος, όταν βρίσκεται σε απόγνωσηγ) «πολλά μαλλιά, λίγα μυαλά» ή μακριά μαλλιά και λίγη γνώση» — λέγεται για άτομα που έχουν μακριά μαλλιά και για τα οποία υπάρχει η πεποίθηση ότι είναι άμυαλαδ) «οπού 'χει μαλλιά και γένια έχει γνοιάση και για χτένια» — αυτός που έχει πολλά υλικά αγαθά έχει και μεγάλη μέριμνα για τη διατήρησή τουςε) «τ' άσπρα μαλλιά δε δίνουνε τη γνώση στον δεν έχει» — ο ανόητος άνθρωπος δεν βάζει μυαλό, ακόμη κι όταν γεράσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλ-ίον, υποκορ. τού μαλλός*].
Dictionary of Greek. 2013.